- Τριταίου
- Τρίταιοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριταίου — τριταί̱ου , τριταῖος on the third day masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασμώδιο της ελονοσίας — Πρωτόζωο της τάξης των αιμοσποριδίων, της ομοταξίας των σπορόζωων. Είναι παράσιτο των ερυθρών αιμοσφαιρίων του ανθρώπινου αίματος και είναι η αιτία της ελονοσίας. Ο εξελικτικός του κύκλος, που αποκαλύφτηκε με τις περίφημες εργασίες του Ιταλού… … Dictionary of Greek
τριταιοφυής — ές, Α αυτός που έχει τις ιδιότητες τριταίου πυρετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριταῖος + φυής (< φύω / ομαι, μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. αὐτο φυής] … Dictionary of Greek
τριταϊκός — ή, όν, Α [τριταῑος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τριταίο πυρετό. επίρρ... τριταϊκῶς με τα συμπτώματα τού τριταίου πυρετού … Dictionary of Greek